-
1 προς-αγωγός
προς-αγωγός, zuführend, anziehend, reizend; Plat. def. 414 e; ἐπὶ τὸ προςαγωγότερον τῇ ἀκροάσει ἢ ἀληϑέστερον ξυνέϑεσαν, Thuc. 1, 21, Schol. ἡδύτερον ὃ προςάγει; Sp., wie Luc. D. D. 20, 11.
1 προς-αγωγός
προς-αγωγός, zuführend, anziehend, reizend; Plat. def. 414 e; ἐπὶ τὸ προςαγωγότερον τῇ ἀκροάσει ἢ ἀληϑέστερον ξυνέϑεσαν, Thuc. 1, 21, Schol. ἡδύτερον ὃ προςάγει; Sp., wie Luc. D. D. 20, 11.